-
1 παρακείμενα
παράκειμαιlie beside: perf part mp neut nom /voc /acc plπαράκειμαιlie beside: pres part mp neut nom /voc /acc pl -
2 παρακειμένας
παρακειμένᾱς, παράκειμαιlie beside: perf part mp fem acc plπαρακειμένᾱς, παράκειμαιlie beside: perf part mp fem gen sg (doric aeolic)παρακειμένᾱς, παράκειμαιlie beside: pres part mp fem acc plπαρακειμένᾱς, παράκειμαιlie beside: pres part mp fem gen sg (doric aeolic) -
3 παρακείμεν'
παρακείμενα, παράκειμαιlie beside: perf part mp neut nom /voc /acc plπαρακείμενα, παράκειμαιlie beside: pres part mp neut nom /voc /acc plπαρακείμενε, παράκειμαιlie beside: perf part mp masc voc sgπαρακείμενε, παράκειμαιlie beside: pres part mp masc voc sgπαρακείμεναι, παράκειμαιlie beside: perf part mp fem nom /voc plπαρακείμεναι, παράκειμαιlie beside: pres part mp fem nom /voc pl -
4 παρακειμαι
поэт. πάρκειμαι1) лежать возле, находиться рядом или быть близким(τραπέζῃ Hom.)
ἥ παρακειμένη πύλη Polyb. — ближайшие ворота2) быть смежным, граничить друг с другомἅμα παρακεῖσθαι λύπας τε καὴ ἡδονάς Plat. — (ты видишь, что) страдания и наслаждения существуют совместно
3) быть в наличии, находиться в распоряженииὑμῖν παράκειται ἠὲ μάχεσθαι ἢ φεύγειν Hom. — перед вами выбор - сражаться или бежать;
τὰ παρακείμενα (см. παράθεσις 4) Polyb. — поданные на стол кушанья;τὰ κακὰ τὰ παρακείμενα Arph. — теперешние несчастья;τὸ παρκείμενον Pind. — настоящее;ἐν μνήμῃ παρακείμενα Plat. — находящееся в памяти рядом;ὅ παρακείμενος (sc. χρόνος) грам. — прошедшее совершенное (perfectum);τὸ παρακείμενον Plut. — заместительное слово (напр. Εὐμενίδες вм. Ἐρινύες) -
5 παρά-κειμαι
παρά-κειμαι (s. κεῖμαι), daneben, dabei, an der Seite liegen, daneben gesetzt sein, stehen; τράπεζα, Il. 24, 476; ὀϊστόν, ὅς οἱ παρέκειτο, Od. 21, 416; u. in der Iterativform, παρεκέσκετο, 14, 521; übertr., ὑμῖν παράκειται ἠὲ μάχεσϑαι ἢ φεύγειν, euch liegt die Wahl vor, zu kämpfen oder zu fliehen, 22, 65; παρκείμενον τέρας, Pind. Ol. 13, 103; Ἀΐδᾳ παρακείμενος, Soph. Phil. 849; ἕτοιμον ἀεὶ παρακείμενον ἐκμαγεῖον, Plat. Tim. 72 c; Sp., ἡ παρακειμένη πύλη, das benachbarte, nächste Thor, Pol. 7, 16, 5, öfter; – übertr., ἐν μνήμῃ παρακείμενα, im Gedächtniß bewahrt, Plat. Phil. 19 d; – τὰ παρακείμενα, das Vorgesetzte, die aufgetragenen Speisen, Pol. 3, 57, 8, Ath. IV, 157 a u. A. – Bei den Gramm. ist ὁ παρακείμενος, sc. χρόνος, tempus perfectum; τὰ παρακείμενα durch παράϑεσις, nicht σύνϑεσις verbundene Wörter, Gramm.
-
6 παράκειμαι
παρά-κειμαι, daneben, dabei, an der Seite liegen, daneben gesetzt sein, stehen; übertr., ὑμῖν παράκειται ἠὲ μάχεσϑαι ἢ φεύγειν, euch liegt die Wahl vor, zu kämpfen oder zu fliehen; ἡ παρακειμένη πύλη, das benachbarte, nächste Tor; übertr., ἐν μνήμῃ παρακείμενα, im Gedächtnis bewahrt; τὰ παρακείμενα, das Vorgesetzte, die aufgetragenen Speisen. Bei den Gramm. ist ὁ παρακείμενος, sc. χρόνος, tempus perfectum; τὰ παρακείμενα durch παράϑεσις, nicht σύνϑεσις verbundene Wörter -
7 παράκειμαι
Aπαρεκέσκετο Od.14.521
:—used as [voice] Pass. to παρατίθημι, lie beside or before,ἔτι καὶ παρέκειτο τράπεζα Il.24.476
;ὀϊστόν, ὅ οἱ παρέκειτο τραπέζῃ Od.21.416
, cf. Pherecr. 108.17, Telecl.1.7, etc.;ἡ παρακειμένη τροφή Arist.HA 599a25
: generally, to be at hand, available, ; to be adjacent, c. dat., PTeb.74.56 (ii B. C.): metaph., ὑμῖν παράκειται ἐναντίον ἠὲ μάχεσθαι ἢ φεύγειν the choice is before you, to fight or flee, Od.22.65;ἔρδειν.. ἀμηχανίη παράκειται Thgn.685
; ἅμα παρακεῖσθαι λύπας τε καὶ ἡδονάς lie side by side, Pl. Phlb. 41d: freq. in part., Ἀΐδᾳ παρακείμενος lying at death's door, S. Ph. 861 (lyr.); παρκείμενον τέρας the present marvel, Pi.O.13.73; τὸ παρκείμενον the present, Id.N.3.75;ἱκανὰ τὰ κακὰ καὶ τὰ παρακείμενα Ar.Lys. 1048
;τὰ π. ὕδατα PTeb.61
(b). 132 (ii B. C.); τὰ π., also, dishes on table, Amphis 30.6;κλίνην.. παρακειμένην τε τὴν τράπεζαν Diod.
Com.2.10; ἡ π. πύλη the nearest gate, Plb.7.16.5; ἐν μνήμῃ παρακείμενα things present in memory, Pl.Phlb. 19d; under discussion,λόγος Phld.Sign.16
; obvious, Id.Rh.1.3,6 S.; to be closely connected with, παράκεινται τῇ μαθηματικῇ θεωρίᾳ ἥ τε θεολογικὴ ἐπιστήμη καὶ ἡ φυσική lamb.Comm.Math.28.b in legal phrases, to be attached or appended, of documents, BGU889.15 (ii A. D.); to be noted, scheduled, PTeb.27.7 (ii B. C.); to be preserved in a register or archive, PSI5.454.18 (iv A. D.), etc.3 metaph., lie prostrate, of absolute subjection,π. πρὸ προσώπου σου LXX Ju.3.3
.II in Gramm., etc.:1 to be laid down, mentioned in text-books,τὰ σημεῖα οὐ παράκειται Philum. Ven.29
; simply, to be cited, ἐκ τῶν Θεοφράστου Sch.Ar.Pl. 720.2 ὁ παρακείμενος (sc. χρόνος ) the perfect tense, A.D.Synt.205.15.3 ἀντίφρασίς ἐστι λέξις.. διὰ τοῦ π. τὸ ἐναντίον παριστῶσα, ex adjecto, as when the Furies are called Eumenides, Trypho Trop.2.15, cf. Ps.-Plu. Vit.Hom. 25.4 of words, to be joined by juxtaposition (not composition, cf.παράθεσις 1.2
), A.D.Synt.330.26, al.5 to be interpolated, Gal. 18(1).58.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράκειμαι
-
8 μνήμη
μνήμη, ἡ, das Gedächtniß; Theogn. 798. 1114; μνήμ ην ϑ' ἁπάντων μουσομήτορ' ὲργάτιν, Aesch. Prom. 459; τάφου μνήμην τίϑεσϑαι, Eur. Phoen. 1579; εἰπεῖν ἐν τάχει μνήμης ὕπο, aus der Erinnerung, Soph. O. R. 1131; μνήμην ἔχειν τινός, gedenken, ib. 1246 El. 238 u. öfter, wie Eur. I. A. 1103 Mel. 1599; Her. 1, 14. 4, 81 u. öfter; c. inf., Thuc. 2, 87 u. oft bei Plat. u. sonst in Prosa; auch μνήμην ποιεῖσϑαί τινος, Her. 1, 15. 5, 74, einer Sache Erwähnung thun, wie Thuc. 2, 54; auch περί τινος, Pol. 2, 7, 12, ὑπέρ τινος, 2, 71, 1 u. D. Sic. 15, 52; μνήμην ἐπασκέειν, Her. 2, 77, d. i. besonders das Studium der Geschichte; ἐν μνήμῃ παρακείμενα, im Gedächtniß bewahrt, Plat. Phil. 19 d; ἐν μνήμῃ φυλάσσειν, Legg. VI, 783 c; παραδιδόναι τὰς αἰσϑήσεις ταῖς μνήμαις, Legg. XII, 964 e; auch neben κλέος, μνήμην παρέχεται, Conv. 209 d; u. = μνῆμα, Denkmal, ϑήσουσι κυπαριττίνας μνήμας εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον καταγεγραμμένας, Legg. V, 741 c; μνῆμαι ἀγήρατοι, Lys. 2, 79; μνήμην λαβεῖν παρὰ φήμης, 2, 3; Sp. – Bei Hdn. 4, 8 ist ὁ τῆς βασιλείου μνήμης προεστώς der Vorsteher des kaiserlichen Archivs oder Kabinets.
-
9 θέμα
1 money deposited, deposit, Ceb.31, PCair.Zen.22.11 (iii B.C.), SIG742.58 (Ephesus, i B.C.), Plu.2.116a,b; also, of grain, PRyl.199.12 (i A.D.);ἐν θέματι ἔχειν παρά τινος PTeb.120.125
(i B.C.); treasure, LXX To.4.9.5 Astrol., nativity, 'horoscope' (in mod. sense), Suet.Aug.94, Vett.Val.194.20,al., Man. 1.278.6 either common burial-place or common land, Michel995 B 50 (pl.); private burial-ground, ἡ σορὸς καὶ τὸ βαθρικὸν καὶ τὸ ὑποκείμενον θ. Judeich Altertümervon Hierapolis 208, cf. 124,al.; θέμα· ἕξις, τόπος, στάσις, μνῆμα, Hsch.II something proposed as a prize, IG 9(1).12 ([place name] Ambryssus), SIG867.67 (Ephesus, ii A.D.), Sammelb.6222.27 (iii A.D.).b proposition, premiss,θ. ὁμολογούμενα Longin.32.8
.2 arbitrary determination, opp.φύσις, ὁ κατὰ θέμα καλὸς λόγος Phld.Rh.1.151
S.; νόμοις καὶ θέμασιν διαφέρειν ib.259 S., cf. Po.5.22.3 in Gramm., primary (non-derivative) element or form, A.D.Pron.11.21, al., cf. Synt.47.22; of the present tense,τὸ θ., ἀμύσσω· ὁ μέλλων, ἀμύξω EM88.13
.4 in Stoic Logic, mode of reduction of an irregular syllogism, Stoic.2.77,83,al. -
10 ἱκανός
A sufficing, becoming, befitting; prose Adj., used two or three times by Trag. (v. infr.):I of persons, sufficient, competent to do a thing, c. inf., Hdt.3.45, Antipho 1.15, etc.; ἱ. τεκμηριῶσαι sufficient to prove a point, Th.1.9;-ώτατος [εἰπεῖν] καὶ γνῶναι Lys.2.42
; τίς σοῦ -ώτερος πεῖσαι; X.Cyr.1.4.12; ἱ. ζημιοῦν with sufficient power to punish, Id.Lac.8.4;ἱ. βοηθεῖν Pl. Phdr. 277a
, cf. R. 365a;ἱ. ὥστε γνῶναι Id.Lg. 875a
, cf. Phdr. 258b;ἱ. κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν Plb.25.3.6
, al.: c. acc. rei, ἀνὴρ γνώμην ἱ. a man of sufficient prudence, Hdt.3.4; ἱ. τὴν ἰατρικήν sufficiently versed in medicine, X.Cyr.1.6.15: c. dat. rei,ἱ. ἐμπειρίᾳ καὶ ἡλικίᾳ Pl.R. 467d
;οἱ τοῖς χρήμασιν -ώτατοι X.Eq.2.1
: c. dat. pers., a match for, equivalent to,εἷς ἔχων ἰατρικὴν πολλοῖς ἱ. ἰδιώταις Pl.Prt. 322c
, cf. Tht. 169a: abs.,ἱ. Ἁπόλλων S.OT 377
;οἱ -ώτατοι τῶν πολιτῶν Isoc. 12.132
;κριτὴς -ώτερος Id.10.38
;ἱ. σοφιστής Pl.Ly. 204a
; αὐληταὶ ἱ. ὡς πρὸς ἰδιώτας very tolerable in comparison with.., Id.Prt. 327c;γυνὴ ἱ. μέν, ἄγροικος δέ Luc.DDeor.20.3
; ὁ Ἱ. the Almighty, LXXRu. 1.21.2 in bad sense, capable,ἱ. εἶ λαλῶν κατακόψαι πάντα Men.Sam.69
.II of things, in amount, sufficient, adequate,τὰ ἀρκοῦνθ' ἱ. τοῖς γε σώφροσιν E.Ph. 554
;ἱ. τὰ κακὰ καὶ τὰ παρακείμενα Ar.Lys. 1047
; ἱκανὰ τοῖς πολεμίοις ηὐτύχηται they have had successes enough, Th.7.77; ἱ. εἴς, ἐπί, πρός τι, X.Hier.4.9, Pl.R. 371e, Prt. 322b; [πρόβατα] ἱ. ἐς φορβήν Hdt.4.121
; of size, large enough,οὐχ ἱκανῆς οὔσης τῆς Ἁττικῆς Th.1.2
; οὐδ' ἦν ἱκανά σοι.. μέλαθρα.. ἐγκαθυβρίζειν not large enough to riot in, E.Tr. 996;χώρα ἱ. τρέφειν τοὺς τότε Pl.R. 373d
, al.; of number or magnitude, considerable, ; μέρος τῶν ὄντων ib.2.1.6, etc.; of Time, considerable, long, (lyr.);ἱ. χρόνος τινὶ ἐπιλαθέσθαι Lys.3.10
;ἱκανόν ἐστί τινι Damox.1.1
: with personal constr., .2 sufficient, satisfactory,ἱ. μαρτυρίαν παρέχεσθαι Pl.Smp. 179b
;ἱ. λόγῳ ἀποδεῖξαι Id.Hp.Mi. 369c
; τὸ ἱ. λαμβάνειν to take security or bail, Act.Ap.17.9, OGI629.100 (Palmyra, ii A.D.); τὸ ἱ. ποιεῖν give security, Plb.32.3.13, D.L.4.50, Just.Nov.86.4 (but simply, satisfy,τῷ ὄχλῳ Ev.Marc.15.15
);ἱ. δοῦναι PSI6.554.23
(iii B.C.), POxy.294.23 (i A.D.); ἐφ' ἱκανόν,= ἱκανῶς, Plb.11.25.1, D.S.11.40.III Adv. - νῶς sufficiently, adequately, Th.6.92, etc.; λαγόνες λαπαραὶ ἱ. X.Cyn.5.30, cf. Arist.Phgn. 807b26;ἱ. εἴρηται περί τινος Id.EN 1096a3
, al.; later, considerably, amply, Philostr.VA3.6, VS1.8.3, Ant.Lib.7.7; fully,μιᾶς ὥρας ἱ. παρελθούσης Ptol.Alm.4.6
.b excessively, οὔτε γὰρ ἱ. ὑγρόν ἐστι not too moist, Gal.6.765, cf. 767,768;ἱ. βλαβερά Id.Vict.Att.8
; παχὺ ἱ. αἷμα ibid.2 ἱ. ἔχειν to be sufficient, Th.1.91, etc.; ἱ. ἐχέτω let this be enough, Pl.Sph. 245e;ἱ. ἔχει πρός τι Id.R. 430c
, cf. X.Cyr.6.3.22;περί τινος Pl.R. 402a
; ἱ. ἔχειν τινί to be sufficiently supplied with.., Id.Grg. 493c;ἱ. ἔχειν τοῦ βάθους Id.Tht. 194d
; ;ἱ. πεφυκέναι πρὸς τἆλλα Id.Chrm. 158b
: abs., Antipho 2.1.1: [comp] Sup. ; . -
11 μνήμη
μνήμη, ἡ, das Gedächtnis; εἰπεῖν ἐν τάχει μνήμης ὕπο, aus der Erinnerung; μνήμην ἔχειν τινός, gedenken; μνήμην ποιεῖσϑαί τινος, einer Sache Erwähnung tun; μνήμην ἐπασκέειν, besonders das Studium der Geschichte; ἐν μνήμῃ παρακείμενα, im Gedächtnis bewahrt; μνῆμα, Denkmal; ὁ τῆς βασιλείου μνήμης προεστώς der Vorsteher des kaiserlichen Archivs oder Kabinetts
См. также в других словарях:
παρακείμενα — παράκειμαι lie beside perf part mp neut nom/voc/acc pl παράκειμαι lie beside pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακειμένας — παρακειμένᾱς , παράκειμαι lie beside perf part mp fem acc pl παρακειμένᾱς , παράκειμαι lie beside perf part mp fem gen sg (doric aeolic) παρακειμένᾱς , παράκειμαι lie beside pres part mp fem acc pl παρακειμένᾱς , παράκειμαι lie beside pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακείμεν' — παρακείμενα , παράκειμαι lie beside perf part mp neut nom/voc/acc pl παρακείμενα , παράκειμαι lie beside pres part mp neut nom/voc/acc pl παρακείμενε , παράκειμαι lie beside perf part mp masc voc sg παρακείμενε , παράκειμαι lie beside pres part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νέα Γουϊνέα — (μαλαϊκά Ιριάν, αγγλ. New Guinea). Νησί (785.000 τ. χλμ.), το μεγαλύτερο του Ειρηνικού ωκεανού και το δεύτερο του κόσμου μετά τη Γροιλανδία. Βρίσκεται στα Β της Αυστραλίας (πιθανότατα αποτελούσε μέρος της έως την πλειστόκαινο εποχή), από την… … Dictionary of Greek
δε — (I) δὲ (Α) (δεικτικό εγκλιτικό μόριο) 1. φανερώνει κίνηση προς τόπο (α. οἶκονδε, οἶκαδε προς το σπίτι, προς την πατρίδα β. Ἐλευσίναδε προς την Ελευσίνα) 2. προσέγγιση σε κάποιο πρόσωπο ή στην κατοικία του (Πηλεϊωνάδε προς τον γιο τού Πηλέως) 3.… … Dictionary of Greek
ηλεκτρόλυση — I To φαινόμενο που προκαλεί, ως συνέπεια της διόδου ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από ένα διάλυμα, μια μετατόπιση υλικού στις επιφάνειες ασυνέχειας του συστήματος. Το σύστημα στο οποίο αναφερόμαστε μπορεί να θεωρηθεί κατά προσέγγιση ότι διαιρείται σε… … Dictionary of Greek
θέμα — I Το μέρος της λέξης που απομένει μετά την αφαίρεση της κατάληξής της. Είναι αμετάβλητο κατά την κλίση και φορέας της βασικής έννοιας της λέξης. Έτσι, στις λέξεις ουρανός, ταχύτητα, τρέχω, εκείνος, τα θ. είναι αντίστοιχα ουραν , ταχυτητ , τρεχ ,… … Dictionary of Greek
παράκειμαι — ΝΑ και ποιητ. πάρκειμαι Ν (κυριολ. και μτφ.) βρίσκομαι κοντά σε κάποιον ή ενώπιον κάποιου αρχ. 1. ασκώ βία σε κάποιον, εξαναγκάζω κάποιον 2. παρεμβάλλομαι 3. είμαι επιτρεπτός 4. είμαι διαθέσιμος 5. γραμμ. α) αναφέρομαι, μνημονεύομαι σε κείμενα β) … Dictionary of Greek
πλευρικός — ή, ό / πλευρικός, ή, όν, ΝΜΑ [πλευρά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλευρά τού σώματος («πλευρικό τόξο). 2. φρ. «πλευρικοί αριθμοί» οι αριθμοί που ορίστηκαν από τον πλατωνικό φιλόσοφο και μαθηματικό Θέωνα τον Σμυρναίο και η ονομασία τους… … Dictionary of Greek
αδενολιπωμάτωση — Διαταραχή της θρέψης, που εκδηλώνεται με τον σχηματισμό λιπωμάτων. Τα λιπώματα αυτά εντοπίζονται στον τράχηλο, στις μασχάλες και στην περιοχή των βουβώνων. Πρόκειται για καλοήθεις διογκώσεις, που μπορούν όμως να προκαλέσουν ενοχλήσεις, πιέζοντας… … Dictionary of Greek
Γκιώνα — I Τοπωνύμια του ελλαδικού χώρου. 1. Βουνό (2.512 μ.) της Στερεάς Ελλάδας, το ψηλότερο της γεωγραφικής αυτής περιοχής, στο κέντρο του νομού Φωκίδος. Ορθώνεται μεταξύ της λεκάνης του Μόρνου και της κοιλάδας της Άμφισσας. Συνδέεται στα Β με το όρος… … Dictionary of Greek