Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὰ παρακείμενα

См. также в других словарях:

  • παρακείμενα — παράκειμαι lie beside perf part mp neut nom/voc/acc pl παράκειμαι lie beside pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακειμένας — παρακειμένᾱς , παράκειμαι lie beside perf part mp fem acc pl παρακειμένᾱς , παράκειμαι lie beside perf part mp fem gen sg (doric aeolic) παρακειμένᾱς , παράκειμαι lie beside pres part mp fem acc pl παρακειμένᾱς , παράκειμαι lie beside pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακείμεν' — παρακείμενα , παράκειμαι lie beside perf part mp neut nom/voc/acc pl παρακείμενα , παράκειμαι lie beside pres part mp neut nom/voc/acc pl παρακείμενε , παράκειμαι lie beside perf part mp masc voc sg παρακείμενε , παράκειμαι lie beside pres part… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νέα Γουϊνέα — (μαλαϊκά Ιριάν, αγγλ. New Guinea). Νησί (785.000 τ. χλμ.), το μεγαλύτερο του Ειρηνικού ωκεανού και το δεύτερο του κόσμου μετά τη Γροιλανδία. Βρίσκεται στα Β της Αυστραλίας (πιθανότατα αποτελούσε μέρος της έως την πλειστόκαινο εποχή), από την… …   Dictionary of Greek

  • δε — (I) δὲ (Α) (δεικτικό εγκλιτικό μόριο) 1. φανερώνει κίνηση προς τόπο (α. οἶκονδε, οἶκαδε προς το σπίτι, προς την πατρίδα β. Ἐλευσίναδε προς την Ελευσίνα) 2. προσέγγιση σε κάποιο πρόσωπο ή στην κατοικία του (Πηλεϊωνάδε προς τον γιο τού Πηλέως) 3.… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρόλυση — I To φαινόμενο που προκαλεί, ως συνέπεια της διόδου ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από ένα διάλυμα, μια μετατόπιση υλικού στις επιφάνειες ασυνέχειας του συστήματος. Το σύστημα στο οποίο αναφερόμαστε μπορεί να θεωρηθεί κατά προσέγγιση ότι διαιρείται σε… …   Dictionary of Greek

  • θέμα — I Το μέρος της λέξης που απομένει μετά την αφαίρεση της κατάληξής της. Είναι αμετάβλητο κατά την κλίση και φορέας της βασικής έννοιας της λέξης. Έτσι, στις λέξεις ουρανός, ταχύτητα, τρέχω, εκείνος, τα θ. είναι αντίστοιχα ουραν , ταχυτητ , τρεχ ,… …   Dictionary of Greek

  • παράκειμαι — ΝΑ και ποιητ. πάρκειμαι Ν (κυριολ. και μτφ.) βρίσκομαι κοντά σε κάποιον ή ενώπιον κάποιου αρχ. 1. ασκώ βία σε κάποιον, εξαναγκάζω κάποιον 2. παρεμβάλλομαι 3. είμαι επιτρεπτός 4. είμαι διαθέσιμος 5. γραμμ. α) αναφέρομαι, μνημονεύομαι σε κείμενα β) …   Dictionary of Greek

  • πλευρικός — ή, ό / πλευρικός, ή, όν, ΝΜΑ [πλευρά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλευρά τού σώματος («πλευρικό τόξο). 2. φρ. «πλευρικοί αριθμοί» οι αριθμοί που ορίστηκαν από τον πλατωνικό φιλόσοφο και μαθηματικό Θέωνα τον Σμυρναίο και η ονομασία τους… …   Dictionary of Greek

  • αδενολιπωμάτωση — Διαταραχή της θρέψης, που εκδηλώνεται με τον σχηματισμό λιπωμάτων. Τα λιπώματα αυτά εντοπίζονται στον τράχηλο, στις μασχάλες και στην περιοχή των βουβώνων. Πρόκειται για καλοήθεις διογκώσεις, που μπορούν όμως να προκαλέσουν ενοχλήσεις, πιέζοντας… …   Dictionary of Greek

  • Γκιώνα — I Τοπωνύμια του ελλαδικού χώρου. 1. Βουνό (2.512 μ.) της Στερεάς Ελλάδας, το ψηλότερο της γεωγραφικής αυτής περιοχής, στο κέντρο του νομού Φωκίδος. Ορθώνεται μεταξύ της λεκάνης του Μόρνου και της κοιλάδας της Άμφισσας. Συνδέεται στα Β με το όρος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»